- διαφαύσκω
- (Μ διαφάω και Α διαφώσκω και διαφαύω)διαφαίνομαι, φέγγω, χαράζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφαυσκούσης — διαφαύσκω show light through pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυσκούσῃ — διαφαύσκω show light through pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαύσκοντος — διαφαύσκω show light through pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωσκούσης — διαφαύσκω show light through pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωσκούσῃ — διαφαύσκω show light through pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέφωσκε — διαφαύσκω show light through imperf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφώσκω — (Α) διαφαύσκω* … Dictionary of Greek
υποφώσκω — ὑποφώσκω ΝΑ αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ρ. ὑποφαύσκω, κατ επίδραση τής λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω] … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԱՆԱՄ — (այր, ացաւ, ալ.) NBH 1 0898 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c դիմ. ԼՈՒՍԱՆԱՅ. διαφαύσκω, ὐποφαίνω illucesco, subluceo. ծագեզ լուսոյ առաւօտու. այգանալ աւուր. լուսնալ. աղարմագ. *Մինչեւ լուսասցի օր: Լուսացաւ նոցա ʼի քեբրոն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԵՐԿԱՆԱՄ — (ացայ, ցի՛ր.) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ն.չ.հ. ἑκδύνω, ἑκδύω, ἑκδιδύσκω exuo περιαιρέω, ἁφαιρέω aufero, tollo γυμνόω nudo, denudo ἁποκαλύπτω revelo, retego ἑκσπάω detraho, spolio. Մերկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)